- παράχυμα
- παρά-χῠμα, ατος, τό,A liquor added, EM172.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παράχυμα — τὸ, Α [παραχέω] υγρό που επιχύθηκε, που προστέθηκε σε άλλο υγρό … Dictionary of Greek
παραχύματος — παράχυμα liquor added neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)